- πενηντάρι
- τό1) пятьдесят (о предметах); 2) пятьдесят драми (о весе, объёме); 3) см. πενηντάρικο
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενηντάρι — το [πενήντα] 1. ποσότητα που απαρτίζεται από πενήντα ομοειδή πράγματα 2. (παλ.) βάρος ή όγκος πενήντα δραμιών 3. νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, πενηντάδραχμο … Dictionary of Greek
πενηντάρι — το 1. χαρτονόμισμα 50 ευρώ. 2. βάρος ή όγκος 50 δραμιών, πενηνταράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενηνταράκι — το [πενηντάρι] 1. παλαιό μέτρο χωρητικότητας ίσο με πενήντα δράμια υγρού, αλλ. πενηντάρι 2. μεταλλικό κέρμα αξίας πενήντα λεπτών, το μισό τής δραχμής … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
πενηντάρικος — η, ο [πενηντάρι] 1. αυτός που έχει αξία πενήντα δραχμών ή λεπτών 2. το ουδ. ως ουσ. το πενηντάρικο νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών … Dictionary of Greek